- ωριμάζω
- ωριμάζω, ωρίμασα, ωριμασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ωριμάζω — ὡριμάζω, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γουρμάζω Ν [ὥριμος] (για καρπούς) γίνομαι ώριμος, μεστώνω νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) α) φτάνω στην ακμή τής ηλικίας μου και, συνεκδ., ενηλικιώνομαι β) αποκτώ την ικανότητα να κρίνω και να αποφασίζω με σοβαρότητα και… … Dictionary of Greek
ωριμάζω — ωρίμασα, ωριμασμένος 1. σχετικά με καρπούς, γίνομαι ώριμος, γουρμάζω: Ωρίμασαν τα μήλα. 2. σχετικά με ανθρώπους, ηλικιώνομαι, φτάνω σε ηλικία γάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουρμάζω — ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ., πιθ. διαλ., τού ωριμάζω] … Dictionary of Greek
γουρμάζω — ωριμάζω, μεστώνω: Τα φρούτα άρχισαν να γουρμάζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπερκάζω — (Α) (για σταφύλι) μαυρίζω, ωριμάζω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περκάζω «μαυρίζω, ωριμάζω»] … Dictionary of Greek
προπεπαίνομαι — Α ωριμάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πεπαίνω «ωριμάζω»] … Dictionary of Greek
προσπεπαίνομαι — Α 1. ωριμάζω ακόμη πιο πολύ 2. μτφ. καταπραΰνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πεπαίνω «μαλακώνω, ωριμάζω»] … Dictionary of Greek
συμπαραγίγνομαι — και συμπαραγίνομαι, Α (αποθ.) 1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.) 2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον 3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω … Dictionary of Greek
συμπεπαίνω — Α 1. κάνω κάτι να ωριμάσει 2. μέσ. συμπεπαίνομαι ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πεπαίνω «ωριμάζω»] … Dictionary of Greek
τελεσφορώ — τελεσφορῶ, έω, ΝΜΑ [τελεσφόρος] νεοελλ. (για ενέργεια) φέρνω σε αίσιο τέλος, φέρνω αποτέλεσμα, είμαι αποτελεσματικός (α. «οι προσπάθειές του τελεσφόρησαν» β. «το φάρμακο αυτό δεν είναι τελεσφόρο») μσν. αρχ. 1. (για ζώα) κυοφορώ ώς το τέλος,… … Dictionary of Greek